περιπέτεια

περιπέτεια
η, ΝΑ [περιπετής]
1. απροσδόκητο και παράδοξο συμβάν που ενέχει κινδύνους και συνεπάγεται συγκινήσεις ή ταλαιπωρίες
2. (στο αρχαίο ελληνικό δράμα) αιφνίδια αναστροφή τών περιστάσεων, γύρω από την οποία περιστρέφεται πλέον η πλοκή, όπως λ.χ. η ανακάλυψη από τον Οιδίποδα τής πραγματικής καταγωγής του
3. απροσδόκητο πάθημα, απρόοπτο ατύχημα
νεοελλ.
ξαφνική και σύντομη ερωτική ιστορία
αρχ.
1. αιφνίδια μεταβολή τής κανονικής τάξης («οἱ δὲ κάραβοι κρατοῡσι μὲν τῶν μεγάλων ἰχθύων καὶ τις συμβαίνει περιπέτεια τούτων ἐνίοις», Αριστοτ.)
2. απρόοπτη μεταστροφή τής τύχης ή τής κατάστασης τής ζωής ενός ανθρώπου από το καλό στο κακό και, σπανιότερα, από το κακό στο καλό, δηλ. ξαφνική ευτυχία ή δυστυχία («περιπετείας μείζους τῶν ἐν τῷ προειρημένῳ πολέμῳ συμβάντων», Πολ.)
3. πλοκή, υπόθεση δραματικού έργου
4. φρ. α) «περιπέτεια τοῡ λόγου» — πολλαπλή διατύπωση τών επιχειρημάτων
β) «περιπέτειαι τού λόγου» — κοινές εκφράσεις που προκαλούν εντύπωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιπετεία — περιπετείᾱ , περιπέτεια turning right about fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπετείᾳ — περιπετείᾱͅ , περιπέτεια turning right about fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπέτεια — turning right about fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπέτεια — η 1. ξαφνικό γεγονός με πιθανούς κινδύνους και ταλαιπωρίες: Είχαμε περιπέτειες στο ταξίδι. 2. ταλαιπωρία και δυσκολία στη ζωή (συνήθ. πληθ.): Η ζωή μου είναι γεμάτη από περιπέτειες. 3. ερωτικός δεσμός σύντομος, μικρής διάρκειας: Το κορίτσι είχε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιπετείας — περιπετείᾱς , περιπέτεια turning right about fem acc pl περιπετείᾱς , περιπέτεια turning right about fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Перипетия — (περιπετεια переворот) термин греческой поэтики: внезапная перемена в судьбе героя поэтического произведения, особенно трагедии. Противополагая сложный сюжет драмы простому, Аристотель считает необходимым элементом первого П., определяя ее, как… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • περιπετειῶν — περιπέτεια turning right about fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπετείαις — περιπέτεια turning right about fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπέτειαι — περιπέτεια turning right about fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπέτειαν — περιπέτεια turning right about fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”